- ἀρχιτεκτονῶ
- ἀρχιτεκτονέωto be architeclpres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀρχιτεκτονέωto be architeclpres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρχιτεκτονώ — ἀρχιτεκτονῶ ( έω) (Α) [αρχιτέκτων] 1. είμαι αρχιτέκτονας 2. μτφ. επινοώ κάτι ακολουθώντας σωστή μέθοδο … Dictionary of Greek
αρχιτεκτόνημα — το (Α ἀρχιτεκτόνημα) [αρχιτεκτονώ] 1. το αρχιτεκτονικό έργο, το οικοδόμημα 2. το ευφυές δημιούργημα ή επινόημα … Dictionary of Greek